- αγκωναριά
- η [αγκωνάρι]χτύπημα με αγκωνάρι, πετριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αγκωναρένιος — α, ο [αγκωνάρι] ο κατασκευασμένος με αγκωνάρια, πέτρινος, λιθόκτιστος … Dictionary of Greek
αγκωναροδεσιά — η και αγκωναροδέσι, το 1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα 2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνάρι + δένω] … Dictionary of Greek
λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
αγκωνάρι — το ιού 1. μεγάλη πελεκητή πέτρα παραλληλεπίπεδη, που μπαίνει στις γωνίες στην τοιχοδομία: Επιβλητικά ήταν τα αγκωνάρια του σχολειού. 2. στήριγμα, προστάτης: Αυτός ήταν το αγκωνάρι της οικογένειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απασβεστώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι με τη φωτιά ασβέστη: Η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που απασβεστώθηκαν και τα αγκωνάρια του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)